- ἐπινάστιος
- ἐπινάστιος, ον, (ναίὠA taken as a stranger into a country, sojourning in a country, A.R.1.795.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επινάστιος — ἐπινάστιος, ον (Α) μέτοικος, έποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * νάστιος (< θ. νασ τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε νασ θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα νάστιος)] … Dictionary of Greek
ἐπινάστιος — taken as a stranger into a country masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινάστιοι — ἐπινάστιος taken as a stranger into a country masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)